χρησιδάνειο

χρησιδάνειο
το, Ν
(νομ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο χρήστης, παραχωρεί δωρεάν στον άλλο, στον χρήσαμενο, την χρήση ενός πράγματος, με την υποχρέωση όμως τού τελευταίου να τό επιστρέψει αβλαβές μετά τη λήξη τής σύμβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση /χρῆσις + δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • χρησάμενος — ο, Ν (νομ.) ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους σε χρησιδάνειο, εκείνος που αναλαμβάνει από τον χρήστη τη δωρεάν χρήση πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. της μτχ. παθ. αορ. τού ρ. χρῶ* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”